- ἱματίου
- ἱ̱ματίου , ἱμάτιονa piece of dressneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
FIMBRIA ex FIBRUM — FIMBRIA, ex FIBRUM quod Antiqui dicebant extremum, Varr. ex fine, ora vestimentorum, est extremitas vestium Nonio: Hinc Isid. Fimbriae vocatae sunt orae vestimentorum, h. e. fines. Graecis est πέζα, κράσπεδον, θύσανος, κροςςος: e quibus tamen… … Hofmann J. Lexicon universale
PANNI — pro institis: Ita tunica Iosephi Gen. c. 37. v. 3. et 34. quam Graeci Interpres ποικίλον χιτῶνα reddiderunt, Latinus polymitam; Hieronym. modo polymitam, modo variam: in paraphrasi Ionathanis, Paragoda nominatur. Dicebatur autem sic vestis,… … Hofmann J. Lexicon universale
NIGER Deus — apud Slavos olim, Satanas dictus est. Helmoldus l. 1. c. 53. Est autem Slavorum miserabilis error; nam in canviviis et compotantionibus suis pateram circumferunt, in quam conferunt, non dicam consecrationis, sed exsecrationis, verba, sub nomine… … Hofmann J. Lexicon universale
SIPARIUM — ex separium, Graece τὸ ήμιφάριον, quasi ἥμισυ ἱματίου, dimidium vestimenti, dictum est. Φᾶρος enim Graeci dixêre omne vestimentum, quod inicitur, circumicitur atque etiam insternitur: quomodo pallium apud Latinos sumebatur. Α` Φᾶρος autem Latinum … Hofmann J. Lexicon universale
επίξυλον — ἐπίξυλον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἐπὶ παραστροφίδα τοῡ ὑφαινομένου Ιματίου» … Dictionary of Greek
κράσπεδο — το (AM κράσπεδον) 1. το ακρότατο μέρος ενός πράγματος 2. το άκρο υφάσματος, η ούγια, ή ενδύματος, ο γύρος, ο ποδόγυρος (α. «η Φραγκογιαννού ετίναξε τα κράσπεδα τών ενδυμάτων της», Παπαδ. β. «ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek
λέγνον — λέγνον, τὸ (Α) 1. η έγχρωμη παρυφή τού ιματίου που είναι παράλληλη με την ούγια 2. τα άκρα τής μήτρας, τα χείλη της («τὰ λέγνα τῆς ὑστέρης», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το λέγνον και ο παρλλ. τ. λέγνη (Ησύχ.) είναι άγνωστης ετυμολ. Έχει υποστηριχθεί ότι… … Dictionary of Greek
λήδος — λῆδος, δωρ. τ. λᾱδος, τὸ (Α) 1. είδος ευτελούς ελαφρού ιματίου, θερινού ενδύματος 2. φθαρμένο τριβώνιο*, χλαμύδα, πανωφόρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. έχει συνδεθεί με τον τ. λῆνος «μαλλί, έριον». Η σύνδεση ταιριάζει με τη σημ. τής λέξης … Dictionary of Greek
πάλλιο(ν) — και παλλίο(ν), το (ΑΜ πάλλιον και παλλίον) επενδύτης νεοελλ. 1. στενή και επιμήκης λωρίδα μάλλινου λευκού υφάσματος, η οποία κοσμείται με πέντε ενυφασμένους μελανούς σταυρούς και φέρεται στους ώμους από τους επισκόπους τής Δυτικής Εκκλησίας, ως… … Dictionary of Greek
παιώνιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης από τη Mένδη της Xαλκιδικής, που έζησε το δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. Eίναι ένας από τους λίγους καλλιτέχνες των οποίων σώζεται πρωτότυπο έργο· η Νίκη του μουσείου της Ολυμπίας, που χρονολογείται γύρω στο… … Dictionary of Greek